- δουλέμπορος
- οέμπορος δούλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δουλέμπορος — ο έμπορος δούλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
ανδραποδιστής — ἀνδραποδιστής, ο (Α) 1. αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος 2. «ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῡ» αυτός που για τα χρήματα θυσιάζει την ανεξαρτησία του, φαύλος, ποταπός … Dictionary of Greek
δουλεμπορία — η και δουλεμπόριο, το αγοραπωλησία ή εμπόριο δούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δουλέμπορος. Η λ. δουλεμπορία μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Αθηναϊκή και η λ. δουλεμπόριον μαρτυρείται από το 1865 στον Αλ. Καραθεοδωρή] … Dictionary of Greek
πλαγιάριος — ὁ, Α αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος, ανδραποδιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plagiarius «ανδραποδιστής»] … Dictionary of Greek
σωματέμπορος — ο, ΝΜΑ, και σωματέμπορας, Ν νεοελλ. αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει γυναίκα ή ανήλικο και τούς παραχωρεί προς όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για ασέλγεια μσν. αρχ. ο δουλέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, σώματος + ἔμπορος] … Dictionary of Greek
σωματεμπορώ — έω, Α είμαι δουλέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + εμπορῶ (< έμπορος < ἔμπορος)] … Dictionary of Greek
σωματοκάπηλος — ὁ, Α δουλέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κάπηλος (πρβλ. ιματιο κάπηλος)] … Dictionary of Greek
σωματοπράτης — ὁ, Μ δουλέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + πράτης (< πράτης), πρβλ. ἀρτο πράτης] … Dictionary of Greek
Ερμότιμος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Κάριος (5oς αι. π.Χ.). Ευνούχος του Ξέρξη. Αιχμαλωτίστηκε σε νεανική ηλικία, πουλήθηκε στον Πανιώνιο από τη Xίο (δουλέμπορος που χρηματιζόταν από τον ευνουχισμό νεαρών δούλων) και αφού ακρωτηριάστηκε, στάλθηκε στην… … Dictionary of Greek